κυνηγετώ

κυνηγετώ
κυνηγετῶ, -έω και δωρ. τ. κυνογετῶ (Α) [κυνηγέτης]
1. κυνηγώ, θηρεύω («ἀλλ' ἀναγκάσω κυνηγετεῑν ἐγὼ τούτους ἅπαντας», Αριστοφ.)
2. μτφ. κατασκοπεύω, ιχνηλατώ, καταδιώκω («πᾱσα δὲ πόλις τῶν διωκόντων καὶ κυνηγετούντων τοὺς ὑποφεύγοντας καὶ κεκρυμμένους», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυνηγετῶ — κυνηγετέω hunt pres subj act 1st sg (attic epic doric) κυνηγετέω hunt pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυναγετώ — κυναγετῶ, έω (Α) (δωρ. τ.) βλ. κυνηγετώ …   Dictionary of Greek

  • κυνηγέσσω — και αττ. τ. κυνηγέττω (Α) θηρεύω, κυνηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κυνηγετῶ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”