- κυνηγετώ
- κυνηγετῶ, -έω και δωρ. τ. κυνογετῶ (Α) [κυνηγέτης]1. κυνηγώ, θηρεύω («ἀλλ' ἀναγκάσω κυνηγετεῑν ἐγὼ τούτους ἅπαντας», Αριστοφ.)2. μτφ. κατασκοπεύω, ιχνηλατώ, καταδιώκω («πᾱσα δὲ πόλις τῶν διωκόντων καὶ κυνηγετούντων τοὺς ὑποφεύγοντας καὶ κεκρυμμένους», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.